- συμπύκνωση
- Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του αερίου στην κατάσταση του υγρού. Με σταθερή πίεση, η σ. πραγματοποιείται σε ορισμένη θερμοκρασία. Τυπικό φυσικό φαινόμενο συμπύκνωσης: σχηματισμός μικρών σταγόνων νερού (δροσιά) τη νύχτα πάνω στα λουλούδια.
Αν μειωθεί η πίεση, μειώνεται και η θερμοκρασία της σ., και αντίθετα. Γι’ αυτό, η σ. μπορεί να γίνει με ψύξη η με αύξηση της πίεσης. Η κοινότερη περίπτωση σ. είναι οι υδρατμοί που υγροποιούνται όταν εφάπτονται με ψυχρά σώματα (π.χ. η σ. των υδρατμών στο σκέπασμα της χύτρας, ο σχηματισμός πάχνης στα τζάμια το χειμώνα).
Τυπικό φυσικό φαινόμενο συμπύκνωσης: σχηματισμός μικρών σταγόνων νερού (δροσιά) τη νύχτα πάνω στα λουλούδια.
* * *η, Ν1. η αύξηση τής πυκνότητας, το να καταστεί πυκνότερο κάτι2. (χημ) χημική αντίδραση, κατά τη διάρκεια τής οποίας δύο μόρια συνενώνονται, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό ενός μεγαλύτερου μορίου και με ταυτόχρονη αποβολή ενός εν γένει μικρότερου μορίου (σχετικά με κείμενο) η επίτευξη περιεκτικότητας και σαφήνειας στη δήλωση τών διαφόρων εννοιών3. (φυσ.-μετεωρ.) η μετάβαση ενός αερίου ή ατμού σε μια συμπυκνωμένη κατάσταση τής ύλης, δηλαδή στην υγρή ή στη στερεά κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπυκνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συμπύκνωσις, μαρτυρείται από το 1874 στον Θ. Παπαδημητρακόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.